συμπεριστέλλω

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριστέλλω Medium diacritics: συμπεριστέλλω Low diacritics: συμπεριστέλλω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: symperistéllō Transliteration B: symperistellō Transliteration C: symperistello Beta Code: sumperiste/llw

English (LSJ)

   A help in cloaking, ἁμαρτίας Plb.10.22.9.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich bekleiden, verdecken, τὰς ἁμαρτίας Pol. 10, 25, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριστέλλω: περιστέλλω, περικαλύπτω ὁμοῦ, συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.

Greek Monolingual

Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).

Greek Monolingual

Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπεριστέλλω: помогать скрыть (τὰς ἁμαρτίας Polyb.).