συνδείκνυμι
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
in Med.,
A demonstrate also, τῷ λόγῳ τῷδε περὶ τῆς κράσεως Gal.15.651; ὁδὸς ἡ συνδειχθεῖσα the road which has been pointed out jointly, OGI225.42 (Didyma, iii B.C.).
Greek Monolingual
Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.
Greek Monolingual
Α δείκνυμι
(κυρίως μέσ.) συνδείκνυμαι
α) υποδεικνύω κάτι ακόμα
β) αποδεικνύω κάτι ακόμα.