συνεξοκέλλω

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξοκέλλω Medium diacritics: συνεξοκέλλω Low diacritics: συνεξοκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synexokéllō Transliteration B: synexokellō Transliteration C: syneksokello Beta Code: sunecoke/llw

English (LSJ)

intr.,

   A run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.

French (Bailly abrégé)

se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].

Russian (Dvoretsky)

συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).