τελλίνη

From LSJ
Revision as of 06:15, 29 September 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ἡ</b>" to "ῑ], ἡ")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελλίνη Medium diacritics: τελλίνη Low diacritics: τελλίνη Capitals: ΤΕΛΛΙΝΗ
Transliteration A: tellínē Transliteration B: tellinē Transliteration C: tellini Beta Code: telli/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, a

   A small bivalve shell-fish, = ξιφύδριον, Hp.Vict.2.48, Sopat.7, Xenocr. ap. Orib.2.58.116, Dsc.2.6.

German (Pape)

[Seite 1088] ἡ, eine Muschelart, Ath. III, 90 c; auch ξιφύδριον genannt, Marc. Sid. 38.

Greek (Liddell-Scott)

τελλίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ὀστρακοδέρμου ὅπερ ἐκ τοῦ σχήματος καλεῖται καὶ ξιφύδριον, Ἐπίχ. 78 Abr., Σώπ. παρ’ Ἀθην. 86Α.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α
νεοελλ.
ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας τελλινίδες είδη του οποίου απαντούν και στην Ελλάδα
αρχ.
είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν και ξιφύδριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tellina].