ὑπόχυμα

Revision as of 17:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cataract in the eye, Dsc.3.81, Gal.10.119, Aq. Le.21.20.

German (Pape)

[Seite 1240] τό, das unterlaufene, verdunkelte Auge, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχῡμα: τό, ὑγρόν τι διακεχυμένον κατὰ τὸν κερατοειδῆ καὶ ἐμποδίζον τὴν ὅρασιν, ὑπόχυμά ἐστιν ὑγροῦ πῆξις τοῦ ὑδατώδους, μᾶλλον ἢ ἧττον ἐμποδίζουσα τὸ ὁρᾶν Γαλην. Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 438, § τξγ΄, Κλήμ. Ἀλ. 114· «ὑπόχυμά ἐστιν ἀργοῦ ὑγροῦ σύστασις ἐπὶ τὸν κερατοειδῆ χιτῶνα κατὰ τὴν κόρην, ἐμποδίζουσα τὸ ὁρᾶν, ἢ τὸ τρανῶς ὁρᾶν», Παῦλ. Αἰγιν. 6, 21.

Greek Monolingual

το / ὑπόχυμα, -ύματος, ΝΑ ὑποχέω
ιατρ. η οφθαλμική πάθηση καταρράκτης.