ὑπολειπτικός
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ή, όν,
A possessing direct motion only (i. e. Eastward along the ecliptic), of the sun and moon, Adrastus ap. Theon.Sm.p.147 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολειπτικός: -ή, -όν, ὁ ὑπολειπόμενος, ὁ μένων ὀπίσω, Θέων Σμυρν. π. Ἀστρονομ. σ. 204 Martin.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπολείπω
αυτός που ακολουθεί παλινδρομική κίνηση, αυτός που κινείται προς τα πίσω.