τυπογράφος

From LSJ
Revision as of 21:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπογράφος Medium diacritics: τυπογράφος Low diacritics: τυπογράφος Capitals: ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: typográphos Transliteration B: typographos Transliteration C: typografos Beta Code: tupogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό,

   A certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).

Greek Monolingual

ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(