ταυροφυής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές,
A bull-shaped, Nonn.D.7.153.
German (Pape)
[Seite 1074] ές, in Stiergestalt, Nonn. D. 11, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροφυής: -ές, ὁ ἔχων φυήν, ἤτοι σχῆμα ταύρου, Νόνν. Δ. 7. 153.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει τη φύση ή τη μορφή ταύρου («ταυροφυὴς κερόεντι τύπῳ μορφούμένος ἀνήρ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ὀρνιθο-φυής].