μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
ο, θηλ. ταξιθέτρια και ταξιθέτρα Ν1. αυτός που ταξινομεί κάτι2. υπάλληλος που οδηγεί τους θεατές στις θέσεις τους σε δημόσιο θέαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξη / τάξις + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. στοιχειοθέτης.