φλάσμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ατος, τό, Ion. for θλάσμα, Hp.Art.36, al.
German (Pape)
[Seite 1290] τό, ion. statt θλάσμα, Quetschung, Contusion, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλάσμα: τό, Ἰων. ἀντὶ θλάσμα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 802· «φλάσματα, διὰ τοῦ φ καλεῖν ἔθος Ἱπποκράτει κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον, ἃ πρὸς ἡμῶν ὀνομάζεται διὰ τοῦ θ θλάσματα» Γαλην. τόμ. 12, σ. 98.