φιλόγυνος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
German (Pape)
[Seite 1279] Weiber liebend, Weiberfreund, Lys. bei B. A. 115.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δ. γρφ.) φιλογύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γυνος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. ἀνδρόγυνος].