φύτωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A father, Sch.rec.A.Pr.233, Hsch.; cj. Dind. for τὸν φύσαντ' in S.Tr.1032 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1320] ορος, ὁ, der Erzeuger, Vater, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φύτωρ: [ῠ], -ορος, ὁ, πατήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 333· «φύτορες· γεννήτορες» Ἡσύχ.· ὁ Δινδ. προτιμᾷ τὸν φύτορ’ ἀντὶ τὸν φύσαντ’ ἐν Σοφ. Τρ. 1031, χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του φύω, -ομαι + κατάλ. -τωρ (πρβλ. γενέ-τωρ)].