φοξίχειλος

From LSJ
Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοξίχειλος Medium diacritics: φοξίχειλος Low diacritics: φοξίχειλος Capitals: ΦΟΞΙΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: phoxícheilos Transliteration B: phoxicheilos Transliteration C: foksicheilos Beta Code: foci/xeilos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.