υφαντάριος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
ὁ, Α
υφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφάντης, ὑφαντός) + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. πλακουντάριος].