υστεροβουλία
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακοβουλία].