ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
το, Νχασμουρητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ημα (< ρ. σε -ώ), πρβλ. σταυροκόπημα].