τραγόμορφος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
όμοιος με τράγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπόμορφος].