τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά...», καντάδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. καλοκαιριά)].