Φρεαττώ

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φρεαττώ: ἢ Φρεατώ, οῦς, ἡ, δικαστήριον ἐν Πειραιεῖ, εἰς ὃ εἰσήγοντο δίκαι ἐπὶ ἀνθρωποκτονίᾳ ― τῶν μὲν κατηγορουμένων ὄντων ἐπὶ πλοίου τῶν δὲ δικαστῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς· μόνον κατὰ δοτ., ἐν Φρεαττοῖ Δημ. 645. 26., 646, 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 3, ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐν Φρεαττοῖ· ― ἡ ὀνομαστικὴ φέρεται Φρεαττὺς παρὰ Παυσ. 1. 28, 11.

Greek Monolingual

-οῦς, και Φρεαττύς, -ύος, ἡ, Α
δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι τους στην χώρα, γι' αυτό και τους κρατούσαν σε λέμβο στην παραλία, ενώ οι δικαστές τους δίκαζαν από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. φειδώ). Ο τ. Φρεαττύς με κατάλ. –ύς
(πρβλ. ἀχλ-ύς)].

Greek Monotonic

Φρεαττώ: ή Φρεᾱτώ, -οῦς, ἡ, δικαστήριο στον Πειραιά, όπου οι ανθρωποκτόνοι παρουσιάζονταν για να δικαστούν, μόνο σε δοτ., ἐν Φρεαττοῖ, σε Δημ., Αριστ.