Φρεαττώ
Greek (Liddell-Scott)
Φρεαττώ: ἢ Φρεατώ, οῦς, ἡ, δικαστήριον ἐν Πειραιεῖ, εἰς ὃ εἰσήγοντο δίκαι ἐπὶ ἀνθρωποκτονίᾳ ― τῶν μὲν κατηγορουμένων ὄντων ἐπὶ πλοίου τῶν δὲ δικαστῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς· μόνον κατὰ δοτ., ἐν Φρεαττοῖ Δημ. 645. 26., 646, 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 3, ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐν Φρεαττοῖ· ― ἡ ὀνομαστικὴ φέρεται Φρεαττὺς παρὰ Παυσ. 1. 28, 11.
Greek Monolingual
-οῦς, και Φρεαττύς, -ύος, ἡ, Α
δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι τους στην χώρα, γι' αυτό και τους κρατούσαν σε λέμβο στην παραλία, ενώ οι δικαστές τους δίκαζαν από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. φειδώ). Ο τ. Φρεαττύς με κατάλ. –ύς
(πρβλ. ἀχλύς)].
Greek Monotonic
Φρεαττώ: ή Φρεᾱτώ, -οῦς, ἡ, δικαστήριο στον Πειραιά, όπου οι ανθρωποκτόνοι παρουσιάζονταν για να δικαστούν, μόνο σε δοτ., ἐν Φρεαττοῖ, σε Δημ., Αριστ.
Middle Liddell
Φρεαττώ, ορ φρεᾱτώ, οῦς,
a court in Peiraeeus, where homicides used to present themselves for trial, only in dat., ἐν Φρεαττοῖ Dem., Arist.