οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
-ές, Ν
(για φυτό) αυτός που ανθίζει μετά την φυλλοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + -ανθής (< άνθος), πρβλ. λευκανθής].