φυλλοβολία
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
English (LSJ)
ἡ,
A shedding of the leaves, Thphr. HP 1.9.6.
II pelting with leaves or leafy crowns, as a token of applause bestowed on winners in the games, Eratosth. ap. Sch.E.Hec.574.
German (Pape)
[Seite 1315] ἡ, 1) das Abwerfen, Verlieren der Blätter, Theophr. – 2) das Werfen, Bestreuen mit Blättern u. Blumen, gew. Zeichen des Beifalls u. der Ehre für die Sieger in öffentlichen Wettkämpfen, Eratosthen. bei Schol. Eur. Or. 574; s. Böckh explic. Pind. P. 9, 130.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλοβολία: ἡ, ἡ πτῶσις τῶν φύλλων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 6· ― ὡσαύτως, -βόλησις, εως, ἡ, Βυζ. ΙΙ. ἡ διὰ φύλλων ἢ φυλλωτῶν στεφάνων κόσμησις, ἡ διὰ φύλλων στέψις, εἰς σημεῖον τιμῆς ἀποδιδομένης εἰς τοὺς νικῶντας ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἴδε Ἐρατοσθ. (Bernhardy) σ. 248, Böckh. Expl. Pind. P. 9. 130 (219).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φυλλοβόλος
η φυλλόπτωση, το πέσιμο τών φύλλων κατά το φθινόπωρο
αρχ.
το να ραίνουν τους νικητές τών αγώνων με φύλλα και πέταλα λουλουδιών.