χολοστεάτωμα
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
το, Ν
ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα του μέσου αφτιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, -στέατος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. καρκίνωμα)].