ταλανισμός
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ὁ, v. sub ταλανίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και τανταλισμός Α ταλανίζω
1. οικτιρμός
2. ταλαιπωρία, δυστυχία
αρχ.
1. αθλιότητα
2. θρήνος, οδυρμός («συμβουλίαις μὲν οὐκ' ἐχρήσατο... ταλανισμῷ δὲ μόνον», Ιωάνν. Χρυσ.).