Τράγιος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, name of month at Melitea in Thessaly, IG9(2).206 I
A b 15.
Greek Monolingual
ὁ, Α τράγος
1. ονομασία μήνα στη Θεσσαλία
2. προσωνυμία του Απόλλωνος στη Νάξο.