σφηκίας
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ου, ὁ, A = σφηκίσκος 11, Pherecr.238. II a verse divided by caesura into parts containing an equal number of syllables, Ps.-Plu.Metr.2.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκίας: -ου, ὁ, = σφηκίσκος ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54. ΙΙ. στίχος διαιρούμενος διὰ τομῆς εἰς δύο ἴσα μέρη, Δράκων 141. 142.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. μακρύ ξύλο της οροφής
2. στίχος που διαιρείται με τομή σε δύο ίσα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + επίθημα -ίας- (πρβλ. ξιφ-ίας)].