Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
-ές / ὑοτεραλγής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].