τριστάσιος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ᾰ], ον:—τ. κατὰ τιμὴν πρὸς χρυσίον ὁ μαργαρίτης
A worth thrice ils weight in gold, Arr.Ind.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
τριστάσιος: [ᾰ], -ον· -τρ. πρὸς χρυσίον, ἀξίζων τρὶς τόσον ὅσον εἶναι τὸ βάρος αὐτοῦ εἰς χρυσόν, Ἀρρ. Ἰνδικ. 8. 13.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τριπλάσια τιμή, τριπλάσια αξία σε σύγκριση με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στάσιος (< ἵστημι), πρβλ. δωδεκα-στάσιος].