Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
-ές, Α (για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλησφοδρότητα από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπερ- + -αής (<ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ.ἄος πνεῦμα), πρβλ. δυσαής, εὐαής].