χαμόθεν
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
A v. χαμᾶθεν.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.
French (Bailly abrégé)
mauv. leç. p. χαμᾶθεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλ-όθεν)].
Greek Monotonic
χᾰμόθεν: επίρρ. χαμᾶθεν, σε Ξεν.