χαλκηδόνιος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Greek Monolingual
-α, -ο / χαλκηδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. χαλκεδόνιος Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Χαλκηδόνιος, η Χαλκηδόνια και Χαλκηδονία
ο κάτοικος της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαλκηδόνιος
(ορυκτ.) ορυκτό του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική ποικιλία του χαλαζία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλκηδόνιον
(ορυκτ.) ονομασία του ορυκτού στίμμι.