φάσκος

From LSJ
Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και σφάκος Α- άλλη, κοινή σήμερα, ονομασία της φασκομηλιάς, ο ελελίφασκος του Διοσκορίδη
αρχ.
είδος λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φάσκο].
(II)
τὸ, Α
δέσμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα»].