σφιγκτήρας
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
ο / σφιγκτήρ, -ῆρος, NA
σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο του σώματος («σφιγκτήρας του πυλωρού»)
αρχ.
1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «σφιγκτήρ
χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. ἐλεγκτήρ)].