ταχύρροθος

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠρροθος Medium diacritics: ταχύρροθος Low diacritics: ταχύρροθος Capitals: ΤΑΧΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: tachýrrothos Transliteration B: tachyrrothos Transliteration C: tachyrrothos Beta Code: taxu/rroqos

English (LSJ)

ον,

   A swift-rushing, λόγοι A.Th.286.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ-ρροθος].

Greek Monotonic

τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.