ταὐτόσημος

From LSJ
Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτόσημος Medium diacritics: ταὐτόσημος Low diacritics: ταυτόσημος Capitals: ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΣ
Transliteration A: tautósēmos Transliteration B: tautosēmos Transliteration C: taftosimos Beta Code: tau)to/shmos

English (LSJ)

ον,

   A of the same signification, Eust.103.23:

German (Pape)

[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ-σημος].