ταξινόμος

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που τοποθετεί διάφορα αντικείμενα σε ορισμένη σειρά
2. υπάλληλος ταχυδρομείου ή και άλλων υπηρεσιών που έχει ως έργο την ταξινόμηση τών επιστολών κ.ά. ταχυδρομικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -νόμος (πρβλ. τροχονόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Χαρ. Μελετόπουλο].