τετραστάσιος
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τριστάσιος].