Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραστάσιος

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
(πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τριστάσιος].