Τηλέγονος

From LSJ
Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.
Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].

Russian (Dvoretsky)

Τηλέγονος: ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.