Τηλέγονος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Télégonos, fils d’Ulysse et de Circé.
Étymologie: τῆλε, γίγνομαι.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
γιος του Οδυσσέως και της Κίρκης ή, κατ' άλλη παράδοση, της Καλυψώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρτί-γονος].
Russian (Dvoretsky)
Τηλέγονος: ὁ Телегон (сын Одиссея и Кирки) Hes.