τούμπα

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. περιστροφή του σώματος στον αέρα με ή χωρίς στήριξη τών χεριών στο έδαφος, κυβίστηση
2. χωμάτινος λόφος, γήλοφος, φυσικός ή τεχνητός
3. φρ. α) «του κάνει τούμπες» — φέρεται με μεγάλη δουλοπρέπεια
β) «τον έφερε τούμπα» — τον έπεισε τελικά, τον έκανε να συμφωνήσει μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumba < ελλ. τύμβος.
(II)
η, Ν
μουσ. είδος χάλκινου μουσικού οργάνου με κλειδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuba < λατ. tuba «σάλπιγγα»].