γήλοφος
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
ὁ, = γεώλοφος, hill, X.An.1.5.8, Pl.Criti.113d; γήλοφος χειροποίητος = artificial mound, Jul.Or.2.63b; γήλοφον, τό, J.BJ1.21.10: as adjective, Gp.3.1.9; (in Dor. form) γαλόφῳ πρῶνι Limen.12.
Spanish (DGE)
v. γεώλοφος.
German (Pape)
[Seite 489] ὁ, = γεώλοφος, Xen. An. 1, 5, 8; Plat. Critia 113 b; adj. hügelig, Geop.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élève en colline ; ὁ γήλοφος colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γήλοφος -ου, ὁ [γῆ, λόφος heuvel.
Russian (Dvoretsky)
γήλοφος: ὁ Xen., Plat. = γεώλοφος.
Greek Monolingual
ο (AM γήλοφος, Α και γάλοφος)
βλ. γεώλοφος.
Greek Monotonic
γήλοφος: ὁ = γεώλοφος, λόφος, ύψωμα, ανάχωμα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
γήλοφος: ὁ, = γεώλοφος, λόφος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, κτλ.