υφηγητής

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν ὑφηγοῦμαι
νεοελλ.
(παλαιότερα)
1. μέλος του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. μέλος του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το παραπάνω λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, οδηγός
2. αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει
3. διδάσκαλος.