χαμαιβάμων

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ χαμαὶ βαίνων, χαμηλός, ταπεινός, Νικητ. Χρον. 42D.

Greek Monolingual

-αίβαμον, Μ
1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος
2. (κατ' επέκτ.) ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανο-βάμων, ὑψι-βάμων].

German (Pape)

ονος, auf der Erde gehend, daher niedrig, Nicet.