χιλιάρικος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες
2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη
(για φιάλη) χιλιάρα
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. -άρικος (πρβλ. πεντ-άρ-ικος)].