ἀποδακρύω
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
[ῦ],
A weep much for, lament loudly, τινά Pl.Phd..116d; τι Plu.Sull. 12. 2 ἀ. γνώμην weep away one's judgement, be melted to tears contrary to it, Ar.V.983. 3 to be made to weep by the use of collyrium, and so have the eyes purged, Arist.Pr.958b6, Luc.Peregr.45, Gal.12.751. 4 of trees, weep, drip gum, etc., ἀ. ῥητίνην Plu.2.640d. II cease to weep, ἀπολοφυράμενοι καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox. Fr.Hist.90, cf. AB427.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδακρύω: [ῡ], δακρύω περί τινος, χύνω δάκρυα, κλαίω, καὶ νῦν ὡς γενναίως με ἀποδακρύει Πλάτ. Φαίδων 116D· ἀπεδάκρυσε τὴν ἀνάγκην, ἔκλαυσεν ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην (νὰ συλήσῃ τὰ ἱερὰ), Πλουτ. Σύλλ. 12. 2) ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμήν, ἐδάκρυσα ἐναντίον τῆς γνώμης μου, χωρὶς δηλ. νὰ ἔχω σκοπὸν νὰ δακρύσω, Ἀριστοφ. Σφ. 983. 3) χέω δάκρυα προκληθέντα ἐκ δριμέος φαρμάκου ἢ κρομμύου, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 9· εἶδον αὐτὸν ἐγκεχρισμένον, ὡς ἀποδακρύσειε τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Λουκ. Περεγρ. 45. 4) ἐπὶ δένδρων, δακρύω, στάζω κόμμι, κτλ.· τὰ εἰρημένα δένδρα πίονα ἔχει τὴν φύσιν, ὥστε πίτταν ἀποδακρύειν καὶ ῥητίνην Πλούτ. 2. 640D. ΙΙ. παύομαι δακρύων, Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 632Β· «ἀποδακρύσας: οὐ σημαίνει τὸ δακρῦσαι, ἀλλὰ τὸ παύσασθαι δακρύοντα» Α. Β. 427, 20· πρβλ. ἀπολοφύρομαι, ἀπαλγέω.