Δήμητρα
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η (AM Δήμητρα, Α και Δημήτηρ)
η θεά της γεωργίας και της αγροτικής ζωής
αρχ.
(ως προσηγορικό) το στάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Για τους αρχαίους γραμματικούς η λ. ήταν σύνθετη με β' συνθετικό τη λ. μήτηρ και α' συνθετικό ένα όνομα για τη γη ή το δηαί = κριθαί. Η ερμηνεία τών γραμματικών είναι και η πειστικότερη τουλάχιστον για το β' συνθετικό, ενώ για το α' υπετέθη η λ. δα, αρχαία λ. για τη γη, η οποία, υποστηρίχθηκε, ότι εμφανίζεται και στον τ. Ποσειδών. Εντούτοις αμφισβητείται η ύπαρξη μιας τέτοιας λέξεως. Κατ' άλλους η λ. ανάγεται σε IE dns γεν. του dem- «κτίζω, οικοδομώ» (πρβλ. δέμω, δε(μ)-σπότης), δηλ. Δημήτηρ < Δασμάτηρ. Άλλοι θεώρησαν τη λ. ιλλυρική και τέλος ταυτίστηκε με το μεσαππ. damatura πιθ. όνομα θεάς, με το οποίο παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα].
Russian (Dvoretsky)
Δήμητρα: ἡ Plat., Arst., Plut., Diod. = Δημήτηρ.