Καισαρεών
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
Καισαρεών και Καισάρειος και Καισάριος, ὁ (Α)
(ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < καῖσαρ, αναλογικά προς άλλες ονομασίες μηνών, πρβλ. Ποσειδ-εών].