άργιλος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄργιλος κ. -ιλλος)
τύπος χωμάτων ή πετρωμάτων που αποτελούνται από κόκκους με διάμετρο μικρότερη από 0, 002 χιλιοστόμετρα (κεραμεική άργιλος, αργιλικοί σχιστόλιθοι, ιλυόλιθοι κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται πιθ. με το αργός (Ι) και ανήκει στις λέξεις με επίθημα -īlo -, που είναι της τεχνικής κυρίως ορολογίας ή της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. όμιλος, στρόβιλος κ.ά.). Το λατ. argilla είναι δάνειο απ' την ελλ. λέξη].