αμανίτης

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].