ἀγαλλίς

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαλλίς Medium diacritics: ἀγαλλίς Low diacritics: αγαλλίς Capitals: ΑΓΑΛΛΙΣ
Transliteration A: agallís Transliteration B: agallis Transliteration C: agallis Beta Code: a)galli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A dwarf iris, Iris attica, h.Cer.7,426:—also ἀγαλλιάς, ἡ, Nic.Fr.74.31.

German (Pape)

[Seite 7] ίδος, ἡ, eine Irisart, neben ὑάκινθος genannt, Hymn. Cer. 426, wie in Nicand. frg. bei Ath. XV, 683 e. Vgl. ἀναγαλλίς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλλίς: -ίδος, ἡ, βολβῶδες φυτὸν τοῦ γένους τοῦ ὑακίνθου· ξιφοειδὲς κρίνον· ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 7, 426· πρβλ. Alb. Ἡσύχ. 1, σ. 30.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
iris nain, plante.
Étymologie: DELG rattaché à ἀγάλλομαι par l’étym. pop.

Greek Monotonic

ἀγαλλίς: -ίδος, ἡ, βολβώδες φυτό της οικογένειας των υακινθοειδών, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγαλλίς: ίδος (ᾰγ) ἡ бот. предполож. ирис HH.